Κριτικές
Πληροφορίες
Τσέχωφ, Βυσσινόκηπος |
ΚΡΙΤΙΚΕΣ - Βυσσινόκηπος |
Συντάχθηκε απο τον/την Η ΕΠΟΧΗ |
Παρασκευή, 15 Φεβρουάριος 2008 13:25 |
Η ΕΠΟΧΗ Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007
ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ "ΑΣΚΗΣΗ" ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΓΙΑ ΑΠΑΙΤΗΤΙΚΟΥΣ ΘΕΑΤΕΣ
Δεν είχε τύχει να δω το "America Hurrah", που παιζόταν για δύο χρόνια στο ομώνυμο θέατρο, πίσω από το Πάντειο και είχα παρακολουθήσει ελάχιστα την αρθογραφία για την παράσταση. Δεν ήξερα την ομάδα "Άσκηση" και τη φιλοσοφία του θεάτρου που πρεσβεύει. Έτσι, όταν πριν από λίγες μέρες ανηφόρισα με μερικούς φίλους στο θέατρο "Άσκηση" για να δω το "Βυσσινόκηπο" του Τσέχωφ, πήγαινα με εντελώς παρθένα ματιά και δεν ήξερα τι ακριβώς να περιμένω. Ο Τσέχωφ είναι από τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς και ο "Βυσσινόκηπος" από τα έργα του που με συγκινούν αφάνταστα. Πρέπει να τον έχω δει πάνω από είκοσι φορές, στην Ελλάδα και το εξωτερικό και θα μπορούσα να τον δω άλλες τόσες και ακόμα περισσότερες.
Στο "Βυσσινόκηπο" (1903) περισσότερο από κάθε άλλο έργο του δημιουργού, φαίνεται η δυσκολία, η αδυναμία πολλές φορές των ανθρώπων να συνειδητοποιήσουν τις αλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον και τον καταλυτικό ρόλο που παίζουν στην προσωπική τους ζωή. Αγαπημένο θέμα του Τσέχωφη αδυναμία κυρίως των αριστοκρατών να δεχτούν πως η Ρωσσία μεταμορφώνεται, νέοι τρόποι παραγωγής επιβάλλονται, νέα κοινωνικά στρώματα έρχονται στο προσκήνιο, ο παλιός κόσμος καταρρέει.
Εδώ δύο αδέλφια, κυρίως η γυναίκα, δεν μπορύν να δεχτούν αυτές τις αλλαγές και προτιμούν να χάσουν το βυσσινόκηπό τους, ένα υπέροχο κτήμα με βυσσινιές. Τι είναι αυτός ο βυσσινόκηπος; Ένα σύμβολο του παλιού κόσμου, μια κιβωτός της αριστοκρατικής παράδοσης, η ομορφιά για την ομορφιά, συμπύκνωση της μνήμης ενός κόσμου που χάνεται;
Οι ήρωες του Τσέχωφ, Ρώσοι ως το κόκαλο, γι' αυτό και μπορούν να είναι οικουμενικοί, όπως έχουμε ξαναγράψει, αφήνονται έρμαια στις καταστάσεις, δεν αντιδρούν πραγματικά, δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες της ζωής τους, δεν συγκρούονται με αυτό που συμβαίνει. Σχεδόν μας εκνευρίζουν με τις εμμονές και την αναποφασιστικότητά τους. Ως εκ τούτου δεν έχουν τραγικότητα. Μένουν στην επιφάνεια των πραγμάτων χωρίς να το συνειδητοποιούν, ζουν τα μικρά, ανεπαρκή δράματα της καθημερινότητάς του ο καθένας και προβάλλουν τη ζωή τους με μια σοβαρότητα που καταντά κωμική. Ο Τσέχωφ τους συμπονά, τους κατανοεί αλλά δεν τους λυπάται και δεν τους συγχωρεί. Είναι ανελέητος μαζί τους. Η ματιά του, κοφτερή και διεισδυτική, αποκαλύπτει χωρίς φανφάρες και υπερβολές, τις ψευδαισθήσεις τους και τις αιτίες τους. Γι' αυτό ο ίδιος θεωρούσε τα έργα του κωμωδίες. Κι ως τέτοιες πρέπει να αντιμετωπίζονται.
Κωμωδία ή τραγωδία Αυτό μας οδηγεί σε ένα βασικό ερώτημα: πώς πρέπει να παίζεται ο Τσέχωφ; Και η παράσταση του Μουστάκη έθεσε ακριβώς αυτό το ερώτημα. Είναι αλήθεια πως είθισται τα τσεχωφικά έργα να ανεβαίνουν δραματικά, με ιδιαίτερη φροντίδα στους χαρακτήρες, στις ψυχολογικές συγκρούσεις, στην ανασφάλεια,τα σκοτεινά στοιχεία τους. Με έμφαση επίσης στην ταξική διάσταση των χαρακτήρων και τις κοινωνικές συγκρούσεις που υποβόσκουν στις προσωπικές αντιπαραθέσεις. Το κωμικό στοιχείο τότε υπεισέρχεται, όπως στις αρχαίες τραγωδίες, με μια διακριτική πινελιά, ευχάριστα γκροτέσκα, είναι η συμπεριφορά ενός λαϊκού προσώπου, ενός υπηρέτη, για παράδειγμα, ή ενός μικροαστού που μαϊμουδίζει τρόπους της αριστοκρατίας. Αυτή η προσέγγιση έδωσε λαμπρές παραστάσεις, αλλά άφησε αρκετά ανεκμετάλευτο το αστείρευτο ορυχείο του κωμικού, στοιχείο προκλητικό και επικίνδυνο. Ο άλλος τρόπος είναι ακριβώς να στηριχτεί ο σκηνοθέτης στην κωμική πλευρά. Εδώ χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερη προσοχή, γιατί, αν δεν τηρηθούν οι δύσκολες ισορροπίες, παραμονεύει ο κίνδυνος της ευτέλειας, κάποτε και της γελοιοποίησης. Ο Περικλής Μουστάκης κινήθηκε στη δεύτερη πλευρά. Και έστησε μια παράσταση αναιδή, προκλητική, ιερόσυλη, ανενδοίαστη, γενναία. Ο τρόπος που δούλεψε είχε τη δημιουργική αλαζονεία - και ας μη φανεί παράξενη η αναλογία για μια τόσο σύγχρονη παράσταση - του αναγεννησιακού καλλιτέχνη, μόνο ανεστραμμένη. Εκείνος ζωγράφιζε το σκελετό, σε άλλο σκίτσο πρόσθετε τους μυς, έπειτα, σε νέο σκίτσο, έβαζε πάνω στους μυς τις σάρκες, και τέλος έντυνε τη φιγούρα με φορέματα. Ο Μουστάκης έκανε το ίδιο, πηγαίνοντας από τα ρούχα προς το σκελετό. Pour en finir avec les chefs-d' oeuvres? κατά τον Αρτώ; Μάλλον όχι. Περισσότερο για να τελειώνουμε με ένα σεβασμό που ξεμπερδεύει τις υποχρεώσεις του στη θεατρική παράδοση με την εμμονή στη μουσειακότητα.
Το άρρητο και η έκπληξη Εν προκειμένω, ο λόγος έχασε την προτεραιότητά του, για την ακρίβεια ο θόρυβος των φωνών κάλυπτε το λόγο, που εκφερόταν απνευστί ή με στιλιζαρισμένα ουρλιαχτά. Τα πρόσωπα (με τη βοήθεια του ανάλογου μακιγιάζ που επιμελήθηκε με κέφι και φαντασία ο Άγγελος Μέντης και η Μαρία Ηλία) έγιναν καρικατούρες, κλοουνίστικες φιγούρες που στροβιλίζονταν ακροβατικά και δαιμονισμένα στη σκηνή, καλώντας τον θεατή ανά πάσα στιγμή να βάλει φωτιά στη σοβαροφάνεια και να ενταχτεί δημιουργικά σε ένα πανηγύρι αισθήσεων και εκπλήξεων, που δεν τον άφηναν στιγμή να επαναπαυθεί και να απολαύσει. Οι ηθοποιοί ήταν και δεν ήταν οι ήρωες του Τσέχωφ. Ενέπαιζαν τους ήρωες, ενέπαιζαν και τον εαυτό τους που τους ενσάρκωνε, πολεμούσαν την παράδοση, γνωρίζοντάς την όμως βαθιά. Ομοίως, ο θεατής της δουλειάς τους πρέπει να ξέρει το κείμενο για να γευτεί πραγματικά τους χυμούς της.
Η ομάσα "Άσκηση" αξίζει κατ' εξοχήν το χαρακτηρισμό της ομάδας. Αλλιώς αυτό το άναρχο και το ξέφρενο που δημιούργησαν πάνω στη σκηνή, θα γινόταν μια θλιβερή και επιδεικτική "σούπα". Οι ηθοποιοί, στο σύνολο τους, έδειχναν να έχουν δυνατότητες που φάνταζαν άπειρες. Μπορούσαν να κάνουν το σώμα τους ό,τι ήθελαν, αλλά έκαναν με το σώμα τους αυτό ακριβώς που έπρεπε. Υπάκουσαν στα κελεύσματα της ομαδικότητας, όντας μικρές ατομικές εκρήξεις σημασίας. Σώματα που έπαιζαν με τον λόγο, τον πολτοποιούσαν, χόρευαν το λόγο, τον τραγάνιζαν, τον αλλοίωναν, ο λόγος έπαυε να υπάρχει, κατέρρεε μαζί με τον κόσμο που τον εξέφερε, πήγαιναν πέρα από αυτόν, κάτω ή πάνω δεν έχει σημασία, κουβαλώντας το σκοτεινό άρρητο μέσα από το οργιαστικό, το άγριο, το γελοίο.
Το ανορθόδοξο που τρομάζει. Θύμιζαν, κατά ένα τρόπο, τη ρήση του Πικασό: "Υπήρξα πολύ καλός ζωγράφος, μου πήρε χρόνο να μάθω να ζωγραφίζω σαν τα παιδιά". Ηθοποιοί που θα μπορούσαν να είναι συγκλονιστικά ρεαλιστικοί αλλά ακολούθησαν ηθελημένα άλλους δρόμους. Δύσκολους δρόμους. Η εκκωφαντική μουσική, (μουσική επιμέλεια - πολύ επιτυχής - της Βασιλικής Λεοντάρη), τα σαρκαστικά κοστούμια (έξυπνη δουλειά και με ύφος από τον Άγγελο Αγγελή) και οι απότομοι φωτισμοί (πολύ καλή δουλειά του Παναγιώτη Μανούση) συμπλήρωναν δημιουργικά, συμβάλλοντας σε μια παράσταση αποκαθηλωτική και ιλλιγγιώδη.
Ο Βυσσινόκηπος του Μουστάκη και της ομάδας "Άσκηση" αποδόμησε διαλεκτικά την παράσταση και το έργο. Είναι καθαρό θέατρο. Δεν έχει μήνυμα. Δεν θέλει να πει. Δεν ερμηνεύει. Πρόκειται για ανοιχτή διαδικασία στην οποία σε καλεί αδιάκοπα να μπεις και να γίνεις μέρος τη. Αν θέλεις.
Η παράσταση αυτή δεν τελειώνει ποτέ. Τα φώτα χαμηλώνουν, οι ηθοποιοί αντί για υπόκλιση επαναλαμβάνουν νευρικά ξανά και ξανά τις ίδιες κινήσεις. Η έξοδος είναι εκεί. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Να φύγεις ή να μείνεις. Δυστάζεις να αποχωρήσεις, τρομάζεις, νιώθεις αμήχανα, κάτι συμβαίνει. Συμβαίνει. Αυτό. Συμβαίνει. Διάδρομοι ανοίγονται, ψάχνει κανείς στο μισοσκόταδο το διπλανό του, ρωτάει με τα μάτια, "τελείωσε;", "τώρα τι κάνουμε;", κι αυτό το πρώτο πληθυντικό κραταιό και εξαντλητικό, ηρωικό και αμήχανο, τρομακτικό και υπέροχο, απορητικό και υποσχετικό, είναι το άλλο μεγάλο κέρδος από την παράσταση.
Υ.Γ. Θα ήθελα να αναφέρω με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των ηθοποιών, όπως έπαιξαν στην παράσταση της 21-10, που την Ε.Λουμπαρδιά (Ντουνιάσα) και Μ.Περγιουδάκη (περιπλανώμενος) αντικαθιστούσαν οι Φωτεινή Καπή και Θ.Κουβούσης αντιστοίχως:. Όλοι άξιοι και ίσοι: Γ.Ιωάννου, Θ.Κουβούσης, Στ.Λώλος,Ε.Μαούνη,Στ.Μαρμαγγέλου,Σ.Μπέσης,Κ.Παπαθεοδώρου,Λ.Σπετσιέρης,ΔώραΣτυλιανέση,Φ.Ταλαμπούκας και ο μικρός Ν.Κασιδάκος, που ερμηνεύει το νεκρό γιο της κεντρικής ηρωίδας. Μέσα από τα μάτια του βλέπουμε τα πάντα. ------------------------------- Μαρώ Τριανταφύλλου
|
Τελευταία Ενημέρωση στις Τετάρτη, 30 Σεπτέμβριος 2009 11:12 |