Άπαντες εξαιρετικοί PDF Εκτύπωση E-mail
ΚΡΙΤΙΚΕΣ - America Hurrah

 

«Αθηνόραμα 2/3/2006»

Κριτική

American Hurrah

του Ζαν-Κλοντ βαν ‘Ιταλι.

Σκηνοθεσία: Περικλής Μουστάκης

 

Κάθε σκηνή και ένα μίνι ηλεκτροσόκ. Κάθε σκηνή και ένας μικρός ίλιγγος, μια ανατροπή, αίρεση, υπονόμευση, ένα τίναγμα του λογικού και του συναισθήματος. Επτά άνθρωποι σε κατάσταση διαρκούς νεύρωσης. Τρέχουν, αγωνιούν, λαχανιάζουν, λογομαχούν, διεκδικούν απεγνωσμένα μια θέση εργασίας, εξευτελίζονται και εξευτελίζουν, σκαρφαλώνουν, γκρεμοτσακίζονται, αγκαλιάζουν, ερωτοτροπούν, πηγαίνουν σε πάρτι, πεθαίνουν σε τροχαία, δεν αναστατώνονται.

Η αίσθηση που αφήνουν στο θεατή οι εικόνες της παράστασης δεν είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που θα μας άφηνε μια δίωρη παρακολούθηση της κοσμοσυρροής στη Madison Square ή στην Πλατεία Ομονοίας. Ακραία γνήσια πειραματική, κάποτε συγκλονιστική, κάποτε απωθητική, σίγουρα βαθιά ενοχλητική κι άλλο τόσο «ευεργετική» είναι η περφόρμανς που σκηνοθέτησε με οίστρο και ανεξάντλητη φαντασία ο έμπειρος ηθοποιός – του Θεάτρου Τέχνης - Περικλής Μουστάκης, βάσει του φύσει και θέσει αιρετικού «American Hurrah» του Ζαν-Κλοντ βαν ‘Ιταλι.

Οι πρωταγωνιστές; Επτά νέοι και παντελώς άγνωστοι ηθοποιοί: Βιβή Πινιώτη, Μιχάλης Μαθιουδάκης, Ελένη Κουβακά, Σώζων Μπέσης, Ελένη Μαούνη, Φιντέλ Ταραμπούκας, Ελισάβετ Λουμπαρδία. Άπαντες εξαιρετικοί. Χάρη στην ακόρεστη ενέργεια και τόλμη τους και στο σκηνικό τρόπο με τον οποίο ο θίασος καταπιάστηκε με το κείμενο αυτό του 1966, η παράσταση στο θέατρο «Άσκηση» σφύζει από τη δύναμη του «εδώ και τώρα», δίχως να φαντάζει ούτε στιγμή παρωχημένη ή ντεμοντέ. «Ζούμε στην καρδιά της σύγχρονης κοινωνίας που επιτρέπει από την πλευρά μας οποιαδήποτε υπερβολή» έλεγαν οι σουρεαλιστές του ’30.

Πράγματι, από την παράσταση – κι έχοντας πλέον δει τη συναρπαστική μασκαράτα του «Μοτέλ», πίνοντας κόκκινο κρασί και τρώγοντας φρεσκοψημένα μπιφτέκια με κέτσαπ (μια «αμέρικαν – σικ» προσφορά του θιάσου) – αισθάνεσαι πως τα πάντα «κάπως» νομιμοποιήθηκαν: ακόμα και το κιτς ή η χοντροκοπιά, οι σκανδαλιστικές και αυστηρώς ακατάλληλες για ανηλίκους ή για όσους εύκολα σοκάρονται σκηνές, οι όποιες επιδειξιμανείς υπερβολές. Ο λευκός κλινικός χώρος (σκηνικά, κοστούμια, κούκλες: Άγγελος Αγγελής και φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου)έχει πλέον γεμίσει από τα περιττώματα του καταναλωτικού πολιτισμού μας (κομμάτια ωμού κρέατος, ηλεκτρονικές συσκευές, μπεϊμπιλίνο και χαρτιά υγείας), όπως συνέβαινε στις περφόρμανς των Βιεννέζων Αξιονιστών ή στα πειράματα των Νεοϋορκέζων Λίβινγκ και Όπεν Θίατερ στα ‘60s. Και η λούπα που επαναλαμβάνουν οι ηθοποιοί σε ακομπανιαμέντο με τα φοβερά jamming της μουσικής (σε επιμέλεια Τόλη Κρομμυδά) τρυπάει ακόμα τα αυτιά μας: «εγώ/ φταίω/ ζητάω συγνώμη/ μπορείτε να με βοηθήσετε;/ ο επόμενος παρακαλώ».

Το χειρότερο θα το αποφύγουν. «Σας άρεσε;» είναι το μόνο που θα μας ρωτήσουν στο τέλος. Άκυρη η ερώτηση. Η παράσταση που μόλις είδαμε δεν υπάγεται στην κατηγορία του ωραίου ή άσχημου. «Επιτέλους», θα αναφωνήσουμε. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς «hurrah».

 

Ιλειάνα Δημάδη