Κριτικές
Πληροφορίες
Είναι όλοι τους υπέροχοι |
ΚΡΙΤΙΚΕΣ - America Hurrah |
America Hurrah
Είναι όλοι τους υπέροχοι Ένα έργο που σημάδεψε τη θεατρική Αμερική, το «America Hurrah» του Ζαν-Κλοντ βαν Ιταλί, παρουσιάζεται από τα τέλη Δεκεμβρίου στον χώρο τεχνών «Άσκηση», κι είναι κρίμα που η παράσταση της νεοσύστατης ομάδας με το ίδιο όνομα (Άσκηση), θύμα των πληθωριστικών αριθμών των αθηναϊκών παραστάσεων, δεν συζητήθηκε όπως το άξιζε. Γιατί οι ηθοποιοί της ομάδας, σκηνοθετημένοι από τον Περικλή Μουστάκη, επιβεβαιώνουν τις δυνατότητες της καινούριας ανήσυχης, ευαίσθητης, δεκτικής σε πειράματα (παλιά μεν, αλλά ακόμα ανοίκεια) γενιάς ηθοποιών, που δεν συμμετέχουν απλώς, αλλά παράγουν τη σκηνική πράξη με το μυαλό και το σώμα τους.
Όταν παρουσιάστηκε το «America Hurrah» του Ζαν-Κλοντ βαν Ιταλί, τον Νοέμβριο του 1966 στο Pocket Theatre της Νέας Υόρκης χαιρετίστηκε από κριτικούς και ανθρώπους του θεάτρου ως έργο αιχμής για την αμερικάνικη θεατρική γραφή, καθώς υπέβαλε νέους τρόπους αντιμετώπισης της υποκριτικής και της σύνθεσης της σκηνικής πράξης. Αυθεντικό προϊόν της εποχής του, το «America Hurrah» συνδέεται άμεσα με τις ιστορικές ομάδες του αμερικάνικου avant garde θεάτρου, του Living Theatre του Μπεκ και της Μαλίνα κατά τη διάρκεια του ’50 και του ’60, του La Mama (ίδρυσε η Έλεν Στούαρτ το 1961)και του Open Theatre του Joseph Chaikin (πρώην ηθοποιού του Living Theatre). Άλλωστε ο Ζαν-Κλοντ βαν Ιταλί, γεννημένος το 1936 στις Βρυξέλλες, αλλά μεγαλωμένος στη Νέα Υόρκη, ήταν συγγραφέας και του La Mama και του Οpen Theatre: Ήταν μια εποχή δημιουργικής συνεργασίας των ανήσυχων ανθρώπων του θεάτρου και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι τα δύο από τα τρία μονόπρακτα που αποτελούν το «America Hurrah» πρωτοπαρουσιάστηκαν στο La Mama Experimental Theatre Club το ’65. στην ολοκληρωμένη, τριμερή εκδοχή του, που παρουσιάστηκε στο Rocket Theatre το 1966, το πρώτο μονόπρακτο είχε σκηνοθετήσει ο Chaikin και τις τεράστιες κούκλες που πρωταγωνιστούν στο τρίτο είχε φτιάξει ο Ρόμπερτ Γουίλσον.
Η ιστορία ωστόσο του «America Hurrah» δεν περιορίζεται στα ένδοξα χρόνια του ’60 και του ’70, όταν έβραζαν κινήματα αντίδρασης για τον πόλεμο του Βιετνάμ, η κουλτούρα των ναρκωτικών συνόδευε τη σεξουαλική απελευθέρωση, η ποπ αρτ κατήγγελλε τον ελιτισμό των μοντερνιστών, η μουσική προσπαθούσε να ξεπεράσει τα πλήγματα της διάλυσης των Beatles και του θανάτου του Μορισον, της Τζόπλιν, του Χέντριξ και οι καλλιτέχνες των παραστατικών τεχνών προσπαθούσαν να ανανεώσουν τη γερασμένη τέχνη τους με ακραίες και εν τέλει ανεπίδοτες λύσεις. Το έργο εντάσσεται στα έργα που ξεπερνούν την εποχή τους, συλλαμβάνοντας τα κυρίαρχα σημεία των ημερών που έρχονται – έρχεται στο μυαλό μου το «Playtime», η ταινία – σταθμός του Ζακ Τατί, που σήμερα είναι πιο «σημερινή» απ’ ότι το 1967, όταν πρωτοβγήκε στους κινηματογράφους. Ο Βαν Ιταλί εκθέτει τα μείζονα ζητήματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο και τα διαχειρίζεται με την απαιτούμενη τόλμη που ώστε σαράντα χρόνια μετά το «America Hurrah» να μην έχει ίχνος ρυτίδας. Οι άνθρωποι χάνουν τον εαυτό τους μέσα στο σκληρά ανταγωνιστικό τοπίο της αγοράς εργασίας όσο ποτέ άλλοτε, ζώντας σε μια κοινωνία όπου το θέαμα έχει μεγαλύτερη αξία από το πραγματικό βίωμα (εκτός και αν το πραγματικό βίωμα γίνει θέαμα) και η κατανάλωση ως ύψιστο αγαθό (και μέσο «ψυχικής θεραπείας») αναπτύσσει νέες συμπεριφορές συναισθηματικής απονέκρωσης και απρόβλεπτης βίας.
Η παράσταση του Περικλή Μουστάκη αντιμετώπισε το κείμενο ως αφορμή για να δοκιμάσουν οι τους ερμηνευτικούς τρόπους που, μπορεί να μην εφαρμόστηκαν πρώτη φορά χθες, αλλά εξακολουθούν να απασχολούν σοβαρά το σύγχρονο θέατρο. Έτσι εδώ η χρήση της μάσκας, που παραμένει ανοιχτό κεφάλαιο στην υποκριτική, μεταβαίνει σε επόμενο στάδιο: το ίδιο το πρόσωπο λειτουργεί σαν μάσκα (φερ’ειπείν το προσωπείο της υποχρεωτικά χαμογελαστής και ευγενικής ρεσεψιονίστ / τηλεφωνήτριας), το οποίο τελικά απορροφά τη μάσκα σε βαθμό που κάτω από τη μάσκα να υπάρχει… η μάσκα και πάλι.
Στην απόδοση της αλλοτρίωσης του ατόμου οι ηθοποιοί συμμετέχουν με καθαρά σωματικό τρόπο, που κάποιες στιγμές αγγίζει τα όρια του επικίνδυνου και επώδυνου. Περίπου στο μέσο της η παράσταση χάνει λίγο το ρυθμό της (μου φαίνεται πως οι παύσεις διαρκείας και το πείραμα του νεκρού χρόνου στο θέατρο απλώς δεν λειτουργούν), αλλά με το τρίτο μικρό έργο, στο οποίο πρωταγωνιστούν τρεις μεγαλόσωμες κούκλες, απογειώνεται ξανά. Με τις κούκλες ( την μεγαλύτερη εκ των οποίων μετακινούν δύο ηθοποιοί) αποκαλύπτεται σ’ όλο τους το «μεγαλείο» το γκροτέσκο του αδηφάγου καταναλωτικού μοντέλου, καθώς και τη φαινομενικά ανεξήγητη βία που προκαλεί (θυμηθείτε σε πόσες ταινίες των τελευταίων χρόνων από το «Natural Born Killers» του Στόουν έως το «Elephant» του Γκας βαν Σαντ πραγματεύονται αυτό το θέμα).
Η παράσταση κλείνει με κρασί και χάμπουργκερ που ψήνονται και προσφέρονται στους θεατές, κι ενώ έχουν ήδη ακυρωθεί τα όρια του θεατρικού χώρου και η σκηνική πράξη έχει μεταφερθεί και προς τις θέσεις του κοινού. Μη χάσετε την Ελένη Κουβαδά, την Ελισάβετ Λουμπαρδία, τον Μιχάλη Μαθιουδάκη, την Ελένη Μαούνη, τον Σώζοντα Μπέση, τη Βιβή Πηνιώτη και τον Φιντέλ Ταλαμπούκας, σε μια παράσταση όπου το ταλέντο και τα νιάτα προκαλούν, παρά τη στόχευση του έργου, χαρά και πίστη στο μέλλον.
ΜΑΤΙΝΑ ΚΑΛΤΑΚΗ
|