Ένα φιλοσοφικό κείμενο του Ζαν Λικ Μαριόν συναντά ένα ποίημα του Εμπειρίκου PDF Εκτύπωση E-mail
ΚΡΙΤΙΚΕΣ - Επισκέψεις

 

 

«ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ»

Ένα φιλοσοφικό κείμενο του Ζαν Λικ Μαριόν συναντά ένα ποίημα του Εμπειρίκου

07.02.10

 

ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΑΣΚΗΣΗ» ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΠΕΡΙΚΛΗ ΜΟΥΣΤΑΚΗ

 

«Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν». Είχα στο νου το στίχο του Σολωμού από το Γ΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων όση ώρα παρακολουθούσα την παράσταση «Επισκέψεις», της ομάδας «Άσκηση». Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Περικλής Μουστάκης ανέβασε στη σκηνή δύο κείμενα που, σε μια πρώτη ανάγνωση, δύσκολα μπορούν να συνομιλήσουν: τη φιλοσοφική πραγματεία «Το ερωτικό Φαινόμενο» του Γάλλου φιλοσόφου Ζαν Λικ Μαριόν και το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Πολλές φορές τη νύχτα» από τη συλλογή «Οκτάνα». Πώς μπορούν άραγε τα δύο κείμενα να επισκεφτούν το ένα το άλλο καθώς θέλει ο προσεκτικά επιλεγμένος τίτλος της παράστασης;

 

Η παράσταση ξεκινά. Πίσω από μια διάφανη κουρτίνα, που υπενθυμίζει αδιαλείπτως την έννοια του θεάματος, με την έννοια του ορωμένου αλλά και του ορώντος, μερικοί από τους υποκριτές χαράσσουν μανιωδώς νοερά τετράγωνα που περιχαρακώνουν τον προσωπικό τους χώρο, το εύθραυστο «εγώ» που σε λίγο θα χαθεί στους δαιδάλους των περί έρωτος και αγάπης αναζητήσεων. Το βασικό ερώτημα του κειμένου του Ζαν Λικ Μαριόν φθάνει σχεδόν τρομαχτικό στ’ αυτιά του θεατή: «Μ’ αγαπούν άραγε;» Ερώτημα κατακλυσμιαίο, παίρνει οντολογικές διαστάσεις.

 

Ουκ οίδ’ ότι θέλω *

 

«Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους» κατά τον Αναγνωστάκη. Λέει ο Μαριόν: «Το μίσος που έχουμε ο καθένας για τον εαυτό του μας ενώνει πρωταρχικότερα απ’ όσο μας χωρίζει το μίσος καθενός για τους άλλους. Από την αξίωση του καθενός για την αγάπη του εαυτού του προκύπτει το μίσος όλων για όλους και καθενός για τον εαυτό του». Η διάφανη κουρτίνα σηκώνεται, τίποτε πια δεν χωρίζει το θεατή από τα τεκταινόμενα επί σκηνής. γίνεται αργά κι ανομολόγητα μέρος τους. Τα γυμνά σώματα των ηθοποιών οργώνουν τώρα τη σκηνή, που είναι χωρισμένη στα δυο: μπροστά ο μεγάλος χώρος της πραγματικότητας και πίσω ο κόσμος του ονείρου, ο απογυμνωμένος από τις συμβάσεις κόσμος, σκληρός, άγριος, εγωιστικός. Οι υποκριτές μπαινοβγαίνουν στους δύο χώρους μέχρι που τα σύνορά τους θα καταργηθούν. Και τότε θα λάβει χώρα ένα αυτοφαγικό όργιο. Απομονωμένοι, ο καθένας στα όρια του εαυτού του, οχτώ άνθρωποι χωρίς καμιά κοινωνική σήμανση πάνω τους, χωρίς την πολύπλοκη σημειολογία των ενδυμάτων, τρέφουν το σώμα τους με το σώμα τους και τρέφονται από το σώμα τους. Νομίζω πως σπάνια μπορεί να δει κανείς τόση ομορφιά και τόση αγριότητα μαζί, τόση απελπισία, τόσο φόβο, τόση μοναξιά, και ένα τέτοιο τεράστιο αλλά αναπόδοτο αίτημα, όσο σε αυτή τη σκηνή που μια γυναίκα θηλάζει το πόδι της με το μαστό της, κρατώντας το στην αγκαλιά της όπως μια μάνα κρατά το παιδί της και το τρέφει, με την ηδονή που μια μάνα κρατά το παιδί της και το τρέφει, ενώ δίπλα της κάποιοι άλλοι κόβουν κομμάτια από το σώμα τους για να τα φάνε. «Η μεγαλύτερη ευτυχία» λέει ο Λοτρεαμόν στο Πρώτο από τα Άσματα του Μαλντορόρ, «είναι να καταστρέψει κανείς μια ανθρώπινη ύπαρξη και μαζί να αγαπηθεί από την ίδια».

«Μ’ αγαπούν άραγε;». Ο Μαριόν δεν ρωτά τι είναι αγάπη. Μεταθέτει το κέντρο του ερωτήματος σε ένα υποκείμενο που αναζητά απεγνωσμένα να γίνει αγαπώμενο αντικείμενο. Αν, για την υπαρξιστική σκέψη, η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, ο Μαριόν αντιπαραθέτει πως η αγάπη προηγείται όλων και μάλιστα πως δεν πρέπει κανείς να διστάζει να μπαίνει με ευψυχία στην περιπέτεια της αγάπης, χωρίς καν να περιμένει την ανταπόδοση, χωρίς καμιά αναμονή αμοιβαιότητας, κι αυτό ακριβώς κάνει το ερώτημα ακριβό, τραγικό και επίκαιρο.

 

Δύο μοι νοήματα

 

Για το κείμενο του Μαριόν, ο Μουστάκης διάλεξε μια εικονοποίηση που ερμήνευε ποιητικά -με την πολλαπλή σημασία της λέξης- το φιλοσοφικό λόγο, στο ποίημα του Εμπειρίκου, αντιθέτως, διάλεξε μια σχεδόν ρεαλιστική εικονοποίηση. Ερμήνευσε ο ίδιος το «Πολλές φορές τη νύχτα». Δημιούργησε ένα ανδρόγυνο σώμα για να εκφέρει τον ποιητικό λόγο -το αντρικό σώμα ενδεδυμένο τη στολή μιας αστής κυρίας με ό,τι κουβαλά πίσω της η επιλογή, συντηρητισμό και υποκρισία κυρίως- σε καταφανή αντίθεση με τα προηγούμενα, ακολουθώντας την εμπειρίκεια ειρωνεία στην κατάδειξη των συμβάσεων και των ψευδών της αστικής τάξης. Η σκηνική υλοποίηση των εικόνων του Εμπειρίκου ακολουθούσε κατά γράμμα τις περιγραφές του ποιητή.

Ποιος είναι ο τόπος συνάντησης των δύο κειμένων, που με μια πρώτη ματιά μοιάζουν διαμετρικά αντίθετα; Ποια μυστικά νήματα βρήκε η παράσταση για να τα συνδέσει μεταξύ τους και γιατί με αυτήν την σειρά; Τα ερωτήματα με βασάνιζαν μέρες.

Ο τόπος του γεγονότος είναι το σώμα, πάνω σ’ αυτό εγγράφεται η ιστορία. Είναι ο τόπος της ηδονής και ο τόπος της τιμωρίας. Ο τόπος της νοσταλγίας, της μνήμης και της αναμονής. Πάνω του εγγράφεται το παρελθόν και το παρόν, πάνω του εγγράφεται το μέλλον. Στο σώμα εδρεύει η ζωή και ο θάνατος, η ελπίδα και η απελπισία. Αυτό είναι το όριο αλλά και σ’ αυτό κατοικεί το ανθρώπινο θαύμα, κατάρα μαζί και ευλογία. Ποιος είπε πως το δέρμα είναι το μεγαλύτερο βάθος; Στην προβληματική του σώματος, λοιπόν, συναντιούνται τα δυο κείμενα και αυτό είδε η «Άσκηση» καθώς τα παρέθετε γραμμικά και όχι εμπλέκοντάς τα -ούτε ως προς το κειμενικό μέρος ούτε ως προς τη θεατρική φόρμα. Χωρίς το σώμα, χωρίς την υλικότητα του σώματος τίποτε, ούτε νους ούτε πάθος ούτε ανάταση μπορεί να υπάρξει.

Ο Μαριόν λεπτουργεί τους στοχασμούς του για την αγάπη, ο Εμπειρίκος επεξεργάζεται, χωρίς να αλλοιώσει στην ουσία του, το μάγμα των επιθυμιών, το πρωτογενές βίωμα γίνεται αφειδώλευτος ποιητικός λόγος. Και η παράσταση βαδίζει από τις πιο λαβυρυνθώδεις νοητικές αναζητήσεις του φαινομένου της αγάπης, στον καθαρό εμπειρίκειο λόγο, το γυμνό λόγο της ποίησης. Ο ενήλικας απεκδύεται τον εαυτό του για να βρει τον οργίλο έφηβο, τον παραδομένο στις ερωτικές φαντασιώσεις, τον εμμονικό με τον έρωτα. Όσο περνά η ώρα τις ηδονές του νου καλύπτει τεχνικά μια νοσταλγία της αθωότητας. Τότε που όλα είναι πρωτόγνωρα και όλα θέλεις να τα ζήσεις, αλλά να τα κοροϊδέψεις, να τα σαρκάσεις, να τα καταστρέψεις και να τα ξαναφτιάξεις από την αρχή.

Έτσι μπορεί να απαντηθεί και ένα ακόμη ερώτημα: γιατί ο Μουστάκης επέλεξε αυτή τη θεματική; Μετά από το «America Hurray», τον «Βυσσινόκηπο» και ιδίως τα «Παιχνίδια Σφαγής». Ο σκηνοθέτης και η ομάδα Άσκηση έχουν ένα ιδιότυπο, απολύτως αναγνωρίσιμο καλλιτεχνικό στίγμα. Διαπερνούν τα κείμενα με ασέβεια και εντάσεις, χωρίς την ανάπαυλα της σιωπής, χωρίς την χαλάρωση της σκιάς, της παύσης. Ένας προωθημένος, ακραίος εξπρεσιονισμός που σαρκάζει ανελέητα την αστική ευπρέπεια και την τέχνη της. Η κρίση των τελευταίων ετών είναι και κρίση αξιών -ίσως είναι πρωτίστως κρίση αξιών. Όταν βγούμε απ’ αυτήν την σκοτεινή και δύσκολη περίοδο, δεν θα βγούμε αλώβητοι, ας βγούμε, όμως, τουλάχιστον σοφότεροι. Έχοντας κατανοήσει βαθιά την ανάγκη των αξιών και την αναγκαιότητα της υπεράσπισής τους. Και η αγάπη είναι μια αξία. Εδώ και χρόνια δεν την άκουγα ούτε σαν λέξη -παρά σε θρησκευτικά περιβάλλοντα. Ο έρωτας την επισκίαζε. Σχεδόν φοβόταν κανείς να μιλήσει για αγάπη. Γι’ αυτό εντυπωσιάστηκα από ένα κείμενο που κυκλοφόρησε εκείνες τις δεκεμβριάτικες μέρες που ακολούθησαν την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Επιγραφόταν «Είμαστε τα παιδιά σας» και εκεί με μεγάλα γράμματα υπήρχε σαφώς, κυριολεκτικά εκπεφρασμένο το αίτημα της αγάπης. Κι αυτή η παράσταση επικέντρωνε στο ίδιο αίτημα, καλώντας στην καταληκτική σκηνή σε ένα καθαρμό που θα μπορούσε κάποτε να επαναφέρει την χαμένη αθωότητα. Έτσι ιδωμένη η νέα δουλειά του Μουστάκη συναντά τελικά το ρομαντισμό.

Τι κι αν σε μερικά σημεία η πρόθεση θάμπωνε, οι εσωτερικές συνδέσεις δεν φαίνονταν καθαρά. Την παράσταση αυτήν την παίρνεις μαζί σου φεύγοντας, πλαισιωμένη από το στίχο του παλαιοδιαθηκικού ποιητή: Κραταιά ως θάνατος αγάπη.

Οι αναγνώστες της στήλης μας έχουν κι άλλοι φορά ακούσει να επαινούμε την ποιότητα των ισάξιων μεταξύ τους ηθοποιών της «Άσκησης», που δημιουργούν μια εξαιρετική συλλογικότητα. Θα σταθούμε λίγο παραπάνω στους: Κωνσταντίνο Παπαθεοδώρου, Φιντέλ Ταλαμπούκα και την πολύτιμη Δώρα Στυλιανέση, μολονότι εξίσου σημαντικοί είναι και όλοι οι άλλοι, Γιάννης Μπόγρης, Μάριος Παναγιώτου, Ματίνα Περγιουδάκη, Ελίνα Σηφάκη και Έφη Τσαρουχά. Προσωπικά είχα πολλά χρόνια να δω τον Περικλή Μουστάκη στη σκηνή και με συγκίνησε ιδιαίτερα. Μακάρι να το κάνει συχνότερα. Καλή δουλειά στους φωτισμούς έκανε ο Παναγιώτης Μανούσης και σημαντικός ο ρόλος της μουσικής που επέλεξαν συλλογικά όλα τα μέλη της ομάδας.

 

Μαρώ Τριανταφύλλου

 

*. Οι δύο μεσότιτλοι είναι τα δύο μέρη στίχου από σπάραγμα της Σαπφώς και σημαίνουν μαζί: δεν ξέρω τι θέλω. Μέσα μου δυο έχω σκέψεις.