Λουίτζι Πιραντέλο, «Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε» PDF Εκτύπωση E-mail
ΚΡΙΤΙΚΕΣ - ΑΠΟΨΕ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΖΟΥΜΕ

 

Η παράσταση του «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Λουίτζι Πιραντέλο (ή καλύτερα μιας ειδικής διασκευής του έργου) που σκηνοθετήθηκε από τον Περικλή Μουστάκη και παρουσιάζεται στο θέατρο «Άσκηση» θέτει ένα προβληματισμό παρόμοιο με αυτόν που τον τελευταίο καιρό, ακροθιγώς είναι αλήθεια, έχει παρουσιάσει και η υπογράφουσα τη στήλη: ποιος είναι ο ρόλος του σκηνοθέτη στο σύγχρονο θέατρο; Με το γνωστό ανατρεπτικό ύφος, με βιτριολικό χιούμορ που εκρέει στις πιο αναπάντεχες στιγμές αλλά χωρίς στιγμή να χάνεται ο έντονος προβληματισμός, που γίνεται όλο και πιο σαφής όσο η παράσταση προχωρά και τη ρουφά σαν χοάνη που περιδινείται αδιάκοπα και καταιγιστικά, ο Μουστάκης αναρωτιέται πάνω στο ρόλο του σκηνοθέτη στο σύγχρονο θέατρο. Το ενδιαφέρον είναι εδώ διπλό: Αφενός, γιατί είναι ένα ερώτημα ώριμο πλέον να συζητηθεί ξανά και ξανά, αφού αγγίζει τόσο την ίδια την ουσία της θεατρικής πράξης όσο και την ηθική του θεάτρου και, αφετέρου, γιατί εκπορεύεται από ένα καλλιτέχνη που ξέρει καλά και την πλευρά του ηθοποιού και την πλευρά του σκηνοθέτη και με τη δουλειά του τα τελευταία χρόνια υπονομεύει και τις δύο, προσπαθώντας να εκμαιεύσει το άρρητο μέσα από την αποδόμηση -και γιατί όχι την αποσύνθεση- της ίδιας της θεατρικής δημιουργίας.
Ο Πιραντέλο έγραψε το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» στο τέλος της δεκαετίας του 20 και το έργο πρωτανέβηκε σε γερμανική μετάφραση στο Κένισμπεργκ. Στην Ιταλία ανέβηκε λίγο αργότερα στο Τορίνο. Αποτελεί (μαζί με το περίφημο «6 πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» και το λιγότερο γνωστό αλλά όχι λιγότερο σημαντικό «Καθένας με τον τρόπο του») μέρος της τριλογίας του για το ίδιο θέατρο, όπου δουλεύει με την τεχνική «θέατρο μέσα στο θέατρο». Εδώ ο Πιραντέλο παρουσιάζει τον παραγκωνισμό του συγγραφέα από το σκηνοθέτη, την κυριαρχία του σκηνοθέτη στο θέατρο του 20ου αιώνα. Ο συγγραφέας νιώθει ότι το κειμενοκεντρικό δυτικό θέατρο πεθαίνει, όχι με τον τρόπο που εννόησαν αυτόν το θάνατο καλλιτέχνες σαν τον Αντονέν Αρτό. Προτείνει έμμεσα ένα θέατρο όπου σκηνή και πλατεία εναλλάσσουν ρόλους και θέσεις σε μια διαλεκτική ενότητα που καταδεικνύει τον πυρήνα του παράλογου της ίδιας της ύπαρξης, τη δυσκολία, αν όχι την αδυναμία, της εφαρμογής της βασικής αριστοτελικής ταυτότητας Α=Α, ελέγχοντας τελικά τα ίδια τα όρια της τέχνης, βάζοντας δηλαδή μια μεγάλη τελεία στο ρεαλισμό.

Η παντοδυναμία του ενός

Ο Ζαν Φουκέ (π. 1420-1480), ο σπουδαιότερος ίσως γάλλος ζωγράφος της πρώιμης Αναγέννησης, διέσωσε σε ένα από τα καλύτερα έργα του την παράσταση ενός θρησκευτικού δράματος, με τον τίτλο «Το μαρτύριο της Αγίας Απολλωνίας». Ανάμεσα στα πρόσωπα που κατακλύζουν τη σκηνή υπάρχει και ένα που διαβάζει από ένα μεγάλο βιβλίο και κρατά στα χέρια του ένα μεγάλο ραβδί που κινεί εν είδει μαέστρου προς την ορχήστρα του. Ίσως είναι η παλιότερη απεικόνιση «σκηνοθέτη». Από τότε που ο σκηνοθέτης απλώς έβαζε τη σκηνική δράση σε μια σειρά μέχρι τον 20ό αιώνα που πήρε τον πρώτο ρόλο ορίζοντας ως άρχοντας -κάποτε και απόλυτος ηγεμόνας- την παράσταση κύλησε πολύ νερό στο θεατρικό μύλο. Είναι ώρα να ξανακοιτάξουμε την έννοια της παντοδυναμίας του σκηνοθέτη, όπως και εν γένει την παντοδυναμία οποιαδήποτε παράγοντα της συλλογικότητας που έχει ως αποτέλεσμα την παράσταση. Και αυτό είναι ένα θέμα, εκτός των άλλων, ηθικής του θεάτρου, που μπαίνει βαθιά στην ουσία και τον ορισμό του.

Μια γόνιμη συνάντηση

Η παράσταση της «Άσκησης» έκανε ακριβώς αυτό. Πρότεινε για άλλη μια φορά ένα θέατρο έκκεντρο και εκκρουστικό, που η σωματοκεντρικότητά του -μια σωματοκεντρικότητα που ορίζει το σώμα ως μια ολότητα της υλικής του παρουσίας αλλά και των δυνατοτήτων του μαζί- κορυφώνεται ως πνευματικό γεγονός. Οι ήρωες του Πιραντέλο είναι άρρωστοι και δεν πρόκειται να γιατρευτούν. Κάθε υποκριτική πρόταση καταλύεται. Τα σώματα γίνονται πεδία σημειωτικών μαχών. Οι λέξεις εκτοξεύονται από τον ένα στον άλλο και προς το κοινό, με την υλικότητα της ονειρικής εικόνας που σέρνει προς το φως γωνιές από το ασυνείδητο.
Οι εντάσεις είναι συνεχείς. Οι παραστάσεις της «Άσκησης», όπως ξέρουν όσοι τις παρακολουθούν τακτικά, σε αρπάζουν ολόκληρο και σε παρασύρουν σε ένα κόσμο από σκληρό χιούμορ, σαρκασμό, σκιές και γκρεμισμένες βεβαιότητες. Φέρνουν τον θεατή στα όρια των αντοχών του. Είναι δουλειές δύσκολες και βίαιες, ασεβείς, εχθρικές προς μια τέχνη της απλής και ήρεμης ευχαρίστησης. Γι’ αυτό και η συνάντησή τους με τον Πιραντέλο ήταν γόνιμη: επειδή και ο ιταλός συγγραφέας δεν νοιάζεται να είναι ευχάριστος, το αντίθετο, και σαρκάζει με μαεστρία τις βεβαιότητες.

Οι προοπτικές
της θεατρικής τέχνης

Ευρηματικός ο τρόπος παρουσίασης του σκηνοθέτη: μιλά γερμανικά -αναφορά στην πρώτη παράσταση, αλλά κυρίως στο ναζιστικό φορτίο μνήμης που κουβαλά μια συγκεκριμένη εκφορά αυτής της γλώσσας- διασχίζει τη σκηνή περπατώντας στα γόνατα, σαν ερπετό, σαν τερατώδης νάνος, σαν πλάσμα ημιτελές και επικίνδυνο. Εντυπωσιακή η Ειρήνη Καράογλου στο ρόλο. Στον τοίχο, ο λόγος του μεταφράζεται και φράσεις τονίζονται ιδιαίτερα, επαναλαμβάνονται, ώσπου στο τέλος να χάσουν το νόημά τους. Το βίντεο που προβαλλόταν στον τοίχο περίπου συνεχώς -των Ζήση Κοκκινίδη και Ίωνα Παπασπύρου- δεν ήταν απλώς μια ενδιαφέρουσα δουλειά αλλά ήταν από τις λίγες περιπτώσεις που είχε λόγο ύπαρξης σε μια παράσταση και συλλειτουργούσε με αυτήν. Το άνοιγμα της θεατρικής τέχνης προς άλλες συγγενείς, αναπαραστατικές τέχνες δεν είναι βέβαια πρωτότυπο, όμως στην περίπτωση που συζητάμε είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού η παράσταση μιλούσε για τις προοπτικές της θεατρικής τέχνης.
Διακρίναμε μια ελαφριά απόκλιση από τις ακρότητες εκφοράς του λόγου στις οποίες μας έχει συνηθίσει ο Μουστάκης σε προηγούμενες δουλειές του. Πολύ προσεγμένη η μουσική επένδυση που έκανε ο Μάριος Τσάγκαρης, με αίσθηση του χιούμορ τα κοστούμια του τακτικού συνεργάτη της ομάδας Άγγελου Αγγελή, που επιμελήθηκε και τα σκηνικά (ολόκληρο το θέατρο έγινε μια σκηνή, αφού τα καθίσματα μεταφέρθηκαν μέσα στη σκηνή και οι θεατές αποτελούσαν μέρος της παράστασης, που έρρεε ακόμα και στους χώρους υποδοχής και στο μπαρ του θεάτρου). Ευφυείς και λαλούντες οι φωτισμοί του Παναγιώτη Μανούση, φώτιζαν με διάθεση πυροβολισμού. Πλήρως ανανεωμένη η υποκριτική ομάδα, κατάφερε για άλλη μια φορά, ωστόσο, να αναδείξει τον κυρίαρχο ρόλο του ηθοποιού στις παραστάσεις της «Άσκησης». Εκτός από την Ειρήνη Καράογλου, που αναφέραμε, έπαιξαν οι: Αναστασία Ευστρατιάδη, Άλκης Ζούπας, Ειρήνη Κορολόγου, Βίκυ Κυριακίδη, Γιάννης Μπόγρης, Γιώργος Σαπουντζόγλου, Ντίνα Σταματοπούλου, Έφη Τσαρουχά (η μόνη από την παλιά ομάδα) και Νικόλας Χανακούλας, όλοι εξαιρετικοί και ισάξιοι. Μαζί τους και ο πιανίστας Αλέξανδρος Κούρος.
 
Μαρώ Τριανταφύλλου